- πολύοψος
- -ον, Α1. αυτός που περιέχει πολλά βραστά φαγητά («πολύοψόν τι καὶ ποικίλον δεῑπνον», Λουκιαν.)2. (για λίμνη) αυτή που έχει πολλά ψάρια.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -οψος (< ὄψον «ψάρι, πολυτελές έδεσμα»), πρβλ. εύ-οψος].
Dictionary of Greek. 2013.