πολύοψος

πολύοψος
-ον, Α
1. αυτός που περιέχει πολλά βραστά φαγητά («πολύοψόν τι καὶ ποικίλον δεῑπνον», Λουκιαν.)
2. (για λίμνη) αυτή που έχει πολλά ψάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -οψος (< ὄψον «ψάρι, πολυτελές έδεσμα»), πρβλ. εύ-οψος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πολύοψος — abounding in fish masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύοψον — πολύοψος abounding in fish masc/fem acc sg πολύοψος abounding in fish neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυόψοις — πολύοψος abounding in fish masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυόψου — πολύοψος abounding in fish masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυοψία — ἡ, Α [πολύοψος] αφθονία ἡ ποικιλία κρεάτων και ψαριών …   Dictionary of Greek

  • όψο — το (ΑΜ ὄψον) 1. έδεσμα, τροφή 2. καθετί που τρώγεται μαζί με το ψωμί ή το κυρίως φαγητό ως προσφάγι ή για να προκαλέσει τη διάθεση για πόση κρασίου («κρόμμυον ποτῷ ὄψον», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. το κρέας, σε αντιδιαστολή προς το ψωμί και τις άλλες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”